ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
‘Όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές στο παρελθόν θεωρούμε ότι η χώρα μας, εάν δεν οδηγούταν στο ΔΝΤ, θα μπορούσε κάλλιστα να ανταπεξέλθει με τα προβλήματα της Οικονομίας της – τα οποία θα προέκυπταν, ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Απαραίτητη προϋπόθεση θα ήταν βέβαια η θέληση να αντιμετωπισθούν ενεργητικά και υπεύθυνα - τόσο από τους Πολίτες, όσο και από την κυβέρνηση μας, χωρίς να απαιτείται η μεσολάβηση τρίτων (ΔΝΤ, ΕΕ).
Θα μπορούσε ίσως να ισχυρισθεί κανείς ακόμη ότι, η κρίση μάλλον ωφέλησε, παρά έβλαψε την Ελλάδα, αφού το βασικότερο πρόβλημα της ήταν η σχεδόν τριακονταετής «κακοδιαχείριση», η λεηλασία καλύτερα του κράτους, από μία «ομάδα» ιδιοτελών «πολιτικών», οι οποίοι «σφετερίζονταν» την εξουσία για την εξουσία – με τη βοήθεια φυσικά ενός αριθμού ιδιοτελών επιχειρηματιών, ΜΜΕ και απλών πολιτών, οι οποίοι αποκόμιζαν οφέλη από τη στήριξη που παρείχαν, στα πλαίσια μίας «συλλογικής» διαπλοκής και διαφθοράς. Ουσιαστικά βέβαια το σημαντικότερο πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το οικονομικό, αλλά το πολιτισμικό – πιθανότατα σαν επακόλουθο της «υποδούλωσης» της χώρας μας για πάρα πολλούς αιώνες, σε έναν κατά πολύ χαμηλότερο, ασιατικό «πολιτισμό».
Ευτυχώς λοιπόν, παραδόξως με τη βοήθεια της κρίσης (με την έννοια ότι δεν είναι το μοναδικό κράτος σήμερα, το οποίο αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης) προσφέρεται μία μοναδική δυνατότητα στην Ελλάδα, να επιλύσει «δομικά» προβλήματα πολλών δεκαετιών. Επίσης, η κρίση βοήθησε να συνειδητοποιήσουν οι Πολίτες της ότι, με την ψήφο τους, επιλέγουν αυτούς που διαχειρίζονται τα οικονομικά του σπιτιού τους, ενώ φροντίζουν για το μέλλον των παιδιών τους - καθώς επίσης τόσο για την ελευθερία, όσο και για την κοινωνική «δομή» ή την εθνική τους κυριαρχία, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλών συνόρων της πατρίδας τους.
Περαιτέρω, για να μπορέσει η Ελλάδα να λειτουργήσει σωστά, αξιοποιώντας στο έπακρο τόσο το φυσικό, όσο και τον ανθρώπινο πλούτο της, χωρίς να λεηλατηθεί από τους συνδίκους του διαβόλου, οφείλει να παραμείνει ενωμένη σε όλα τα επίπεδα της (συναίνεση των πολιτικών κομμάτων, πειθαρχία των Πολιτών, υιοθέτηση κάποιων επώδυνων αλλά απαραίτητων μέτρων με δική της πρωτοβουλία κλπ). Επίσης, να εκμεταλλευθεί όλες τις δυνατότητες που έχει στη διάθεση της, λαμβάνοντας θαρραλέες αποφάσεις – όπως η διαγραφή μέρους των χρεών της, των επαχθών φυσικά, διαπραγματευόμενη σωστά με τους δανειστές της και παραμένοντας μέλος της Ευρωζώνης (μέχρι τη στιγμή που ενδεχομένως θα αποσύρονταν όλα μαζί τα κράτη-μέλη ή θα λαμβάνονταν ριζικές αποφάσεις).
Άλλωστε ο προϋπολογισμός επιτρέπει την περαιτέρω διατήρηση της αυτονομίας της χώρας μας, αφού τα έσοδα μπορούν να καλύψουν όλες τις δαπάνες – με εξαίρεση τα υψηλά χρεολύσια, καθώς επίσης τους τοκογλυφικούς τόκους, οι οποίοι επιβαρύνουν δυσανάλογα την εξόφληση των χρεών μας.
Ο Πίνακας VΙ που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός, σε σχέση με τη θέση της χώρας μας η οποία, όπως έχουμε επανειλημμένα αναφέρει, έχει το μικρότερο συνολικό χρέος στην Ευρωζώνη - καθώς επίσης πάρα πολλά δημόσια περιουσιακά στοιχεία:
ΠΙΝΑΚΑΣ VI: ΑΕΠ, έσοδα και δαπάνες σε εκ. € - ποσοστά επί του εκάστοτε ΑΕΠ
Στοιχεία 2009 % επί ΑΕΠ 2010 (Εκτιμήσεις) % επί ΑΕΠ
ΑΕΠ 237.494 236.100
Έσοδα 48.491 20,42% 52.700 22,32%
Δαπάνες
Μισθοί 17.989 7,57% 15.790 6,69%
Ασφάλιση* 16.875 7,11% 15.089 6,39%
Συντάξεις 6.487 2,73% 6.230 2,63%
Λειτουργικές** 9.425 3,97% 8.702 3,69%
Ενδιάμεσο σύνολο 50.776 21,38% 45.811 19,40%
ΠΔΕ 9.588 4,04% 9.000 3,81%
Τόκοι 12.325 5,19% 13.209 5.59%
* Ασφάλιση, περίθαλψη, κοινωνική προστασία
** Λειτουργικές, επιχορηγήσεις, καταναλωτικές
Πηγή: Προσχέδιο προϋπολογισμού 2011
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα VI, τα δημόσια έσοδα υπερκαλύπτουν το 2010 τις δαπάνες για μισθούς, ασφάλιση, συντάξεις και επιχορηγήσεις, καθώς επίσης ένα μέρος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Μία καλύτερη δε διαχείριση των δαπανών, χωρίς περαιτέρω «επιδείνωση» των φόρων, σε συνδυασμό με την αύξηση των εσόδων, μέσα από την καλύτερη λειτουργία του δημοσίου, θα έλυνε ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων μας. Σε κάθε περίπτωση, ο δανεισμός μας από τους ΔΝΤ-ΕΕ εξυπηρετεί μόνο την αποπληρωμή των πιστωτών μας – όπως τεκμηριώνεται από τις υποχρεώσεις μας απέναντι τους.
Σε σχέση τώρα με τα επί μέρους μεγέθη του Πίνακα VI, καθώς επίσης με τον τρόπο που μπορούν να διαμορφωθούν, τα εξής:
(α) Η αύξηση των δημοσίων εσόδων: Θα μπορούσε να προέλθει τόσο από την αποτελεσματικότερη λειτουργία του δημοσίου, όσο και από την άνοδο του ΑΕΠ. Έχοντας εξαγωγές της τάξης των 25,76 δις $ το 2007, έναντι 50,72 δις $ της Πορτογαλίας, θα μπορούσαμε προφανώς να τις διπλασιάσουμε, επιτυγχάνοντας μία αύξηση του ΑΕΠ μας κατά 20 δις € (μόνο από τις εξαγωγές).
Με έσοδα που αντιστοιχούν στο 22,32% του ΑΕΠ μας το 2010, η άνοδος του κατά 20 μόνο δις €, θα συνεισέφερε στον προϋπολογισμό περί τα 4,46 δις € - περίπου δηλαδή όσο και η μείωση των μισθών, συντάξεων, ασφαλιστικών εισφορών και επιχορηγήσεων που δρομολογήθηκε το 2010, προκαλώντας ύφεση της τάξης του -4,5% (η οποία ουσιαστικά μας κόστισε ονομαστική απώλεια του ΑΕΠ κατά 10 δις € - επομένως εσόδων κατά 2,2 δις €, συν το κόστος της ανεργίας). Εάν απλά προσθέσουμε τα δύο αυτά νούμερα, τότε θα μπορούσαμε να είχαμε 6,66 δις € περισσότερα έσοδα, χωρίς να χρειασθούν καθόλου περικοπές.
(β) Οι μισθοί: Δαπανήθηκαν 15,79 δις € καθαροί μισθοί, οι οποίοι αφορούν το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων (760.000). Επομένως, ο μέσος καθαρός μισθός του εκάστοτε ΔΥ ανέρχεται (2010) στα 20.776 € ετήσια ή στα 1.731 € μηνιαία (12 μήνες). Μία ενδεχόμενη περικοπή τους κατά 20% (όχι φυσικά οριζόντια, αλλά μόνο αυτών που υπερβαίνουν κάποιο ποσόν), θα εξοικονομούσε 3,15 δις € ετήσια, συν τις ανάλογες κρατήσεις – ήτοι περί τα 6,3 δις €, περιορίζοντας τους καθαρούς μισθούς στα επίπεδα του 2003 (12,079 δις €).
Εναλλακτικά θα μπορούσε να επιλέξει κανείς τις απολύσεις. Εν τούτοις, δεν νομίζουμε ότι θα ήταν ένα περισσότερο αποτελεσματικό μέτρο, αφού θα επιβάρυνε εν πρώτοις τον προϋπολογισμό, με τα κόστος των ανέργων και στη συνέχεια τα νοικοκυριά - τα οποία θα έπρεπε να φροντίζουν τους ανέργους από τα δικά τους έσοδα ή περιουσιακά στοιχεία (το ίδιο ποσόν χρημάτων βέβαια θα μπορούσε να εισπραχθεί από τη φορολόγηση των πολυεθνικών επί του τζίρου τους, κατά το παράδειγμα της Ουγγαρίας – κάτι που θα ήταν ασφαλώς προτιμότερο, αφού δεν θα επιβάρυνε άδικα τους Έλληνες Πολίτες, οπότε δεν θα είχε «επακόλουθα» στην κατανάλωση και στο ΑΕΠ της Ελλάδας).
(γ) Οι συντάξεις και οι επιχορηγήσεις: Θεωρούμε κοινωνικά άδικο τον περαιτέρω περιορισμό των συντάξεων, ενώ οι «επιχορηγήσεις» θα μπορούσαν να μειωθούν ανάλογα με τους μισθούς – ήτοι κατά 20% (1,74 δις €).
(δ) Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων: Όπως γνωρίζουμε, ο κρατικός προϋπολογισμός περιλαμβάνει δύο «σκέλη»: τον Τακτικό Προϋπολογισμό (ΤΠ) και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Οτιδήποτε χρεώνει κάποιος δημόσιος φορέας (Υπουργείο κτλ.) στον Τακτικό Προϋπολογισμό, πρέπει να εγγραφεί σε κάποιον ΚΑΕ (Κωδικός Αριθμός Εξόδου) και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αντίθετα, ότι χρεώνει κάποιος φορέας στο ΠΔΕ, εγγράφεται σε κάποια ΣΑΕ (Συλλογική Απόφαση Έργου) και δεν ανήκει στη «δημοσιευτέα ύλη» της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.
Το ποιά ακριβώς είναι τα «νομικά πρόσωπα» (Κρατικά ΝΠΙΔ και Α.Ε. του Δημοσίου στην πλειοψηφία τους), στα οποία τελικά καταλήγουν τα χρήματα του ΠΔΕ, υπάρχει μόνο σε εσωτερικά έγγραφα κάθε Υπουργείου, τα οποία δεν δίνονται στη δημοσιότητα (είναι σχεδόν αδύνατον να τα βρει κάποιος πολίτης). Αρκετοί Πολίτες όμως, όταν ακούν τη λέξη «Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων», νομίζουν ότι πρόκειται για χρήματα που οδηγούνται αποκλειστικά σε δημόσια έργα. Στην πραγματικότητα βέβαια, ένα μεγάλο μέρος του ΠΔΕ αποτελεί τη μισθοδοσία των κρατικών «λειτουργών», οι οποίοι απασχολούνται στα Κρατικά ΝΠΙΔ και στις Α.Ε. του Δημοσίου (πιστεύεται ότι οι διαδικασίες εδώ δεν είναι τόσο διαφανείς, ενώ εξυπηρετούνται άλλοι, μάλλον «παραπολιτικοί» σκοποί).
Ειδικά όσον αφορά τα Κρατικά ΝΠΙΔ και τις Α.Ε. του Δημοσίου, πρόκειται για την προσπάθεια του κράτους να «συνδυασθεί» η ευελιξία του ιδιωτικού τομέα, με τη θεσμική και οικονομική ενίσχυση από το Δημόσιο (εποπτεία από τον αρμόδιο υπουργό, ίδρυση αποκλειστικά με κεφάλαια ή/και με περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, το οποίο καταβάλλει επίσης τυχόν ελλείμματα κλπ) - κάτι που συνεπάγεται την υπαγωγή τους σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αρχών και αξιών.
Φυσικά, το γεγονός της πραγματικής και «νοητικής» σύνδεσης με το δημόσιο τομέα, ουσιαστικά «νοθεύει» τη λειτουργία τους, ως προς την «αμιγώς» υπαγωγή τους στους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας - ενώ θα έπρεπε να επιβάλλει την τήρηση κανόνων δεοντολογίας και γενικών αρχών περί διαφάνειας και λογοδοσίας της διαχείρισης δημοσίου χρήματος.
Χωρίς να επεκταθούμε σε περισσότερες «ιδιότυπες» λεπτομέρειες, θεωρούμε ότι μία περισσότερο «ορθολογική» διαχείριση του ΠΔΕ, στο οποίο «εισρέουν» αρκετά χρήματα από την ΕΕ, μειώνοντας τα ελλείμματα του (περί τα -7,5 δις € το 2009), θα μπορούσε να εξοικονομήσει τουλάχιστον 30% στον προϋπολογισμό, χωρίς να επηρεάσει τα έργα του δημοσίου – ήτοι, περί τα 2,7 δις €.
(ε) Οι τόκοι: Φαίνεται ότι, το μέσο επιτόκιο για συνολικό δανεισμό του δημοσίου περί τα 340 δις €, διαμορφώθηκε στο 3,89% το 2010. Εάν υποθέσουμε ότι, το επιτόκιο θα αυξηθεί κάποια στιγμή στο 5,3% (δάνειο μηχανισμού στήριξης), τότε ο προϋπολογισμός θα επιβαρυνθεί στο μέλλον με περίπου 18 δις € (4,8 δις € περισσότερα από το 2010), συν το κόστος των ελλειμμάτων των επομένων ετών – ενώ υπάρχει ο φόβος περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων, όπως αναλύσαμε στο κείμενο μας.
Επομένως, θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να καλυφθούν οι τόκοι, εάν δεν μηδενισθεί το χρέος με τη δική μας συμβολή ή εάν δεν περιορισθεί με τη διαγραφή μέρους του - σύμφωνα φυσικά με τα «δικαιώματα μας» (επαχθές χρέος από την «πολιτική διαφθορά» και τις υπερτιμολογήσεις των πολυεθνικών), ταυτόχρονα με την εύλογη εξόφληση των γερμανικών αποζημιώσεων, οι οποίες υπολογίζεται ότι ξεπερνούν σημαντικά τα 70 δις € (ενδεχομένως πλησιάζουν τα 160 δις €).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι εμφανές ότι, ο προϋπολογισμός μας έχει τη δυνατότητα να καλύψει τα βασικά έξοδα της χώρας μας – ενώ μπορούν να αυξηθούν τα έσοδα κατά τουλάχιστον 6,66 δις € χωρίς επί πλέον φόρους, καθώς επίσης να μειωθούν οι δαπάνες κατά 10,74 δις € - έστω με μεγάλες προσπάθειες εκ μέρους όλων μας, κυρίως βέβαια της κυβέρνησης μας. Συνολικά δηλαδή, τα έσοδα θα μπορούσαν να ανέλθουν στα 59 δις €, ενώ οι δαπάνες (χωρίς τους τόκους) στα 44 δις € (στα επίπεδα περίπου του 2004). Η διαφορά εσόδων-εξόδων, τα πρωτογενή πλεονάσματα δηλαδή ύψους 15 δις € (5,77% επί ενός εφικτού ΑΕΠ, ύψους 260 δις €), θα μας επέτρεπαν την πληρωμή ανάλογων τοκοχρεολυσίων - με αποτέλεσμα να πάψει επιτέλους να αυξάνεται το δημόσιο χρέος, αρχίζοντας να μειώνεται σταδιακά.
Επομένως, έχουμε την ευκαιρία να ξεφύγουμε από την κρίση, ανακτώντας την εθνική μας κυριαρχία, καθώς επίσης δημιουργώντας εκείνες τις προϋποθέσεις ανάπτυξης, τις οποίες έχει απόλυτη ανάγκη η χώρα μας. Έτσι, θα μπορούσαμε να γίνουμε πράγματι η ωραιότερη, η πλουσιότερη, καθώς επίσης η πιο πολιτισμένη χώρα της Ευρώπης (άρθρο μας) – αρκεί φυσικά να βιαστούμε, με έργα και όχι με λόγια, πριν μας εμποδίσουν οι προβλεπόμενες εξελίξεις (τόσο στους τομείς των επιτοκίων, όσο και σε αυτούς των δανειακών κεφαλαίων).
Ολοκληρώνοντας, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, η επαναγορά ομολόγων εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου από τη δευτερογενή αγορά, με έκπτωση 20-30%, με τη βοήθεια του μηχανισμού στήριξης (EFSF), έτσι όπως σχεδιάζεται σήμερα, είναι μάλλον αδύνατον να λειτουργήσει. Η επιτυχία του «σχεδίου» αυτού προϋποθέτει την ύπαρξη αγορών χαμηλού διανοητικού επιπέδου, τις οποίες μπορεί κανείς να «ξεγελάσει» – γεγονός που θεωρούμε ότι αποτελεί μεγάλη πλάνη, κρίνοντας από τις μέχρι σήμερα «κινήσεις» αυτών που «κατευθύνουν» τα διεθνή κεφάλαια. Εκτός αυτού, τέτοιες «κινήσεις» δεν προαναγγέλλονται, αφού τότε η αξία των ομολόγων, «ενδυναμωμένη» από τις καλύτερες προοπτικές εξόφλησης τους, αυξάνεται ανάλογα – όπως εύκολα αποδεικνύεται από τη μείωση των Ελληνικών spreads, ερμηνεύοντας την ταυτόχρονα.