Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

ΠΛΗΡΩΣΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΤΟ ΔΝΤ και ΑΝΑΖΗΤΕΙΣΤΕ ΝΕΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Η αποκλειστική ευθύνη είνα της Πολιτείας, οι κυβερνήσεις έχουν στη διάθεση τους ένα ορισμένο «budget», έτσι όπως εμφανίζεται στον εκάστοτε ετήσιο προϋπολογισμό, δεν ξοδεύουν, όπως ο κάθε συνετός «οικογενειάρχης», το ποσόν που ευρίσκεται στα ταμεία τους, αλλά δανείζονται πολύ περισσότερα - χωρίς καθόλου να ρωτήσουν τους Πολίτες που εκπροσωπούν (κάτι που συμβαίνει συνεχώς, τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια).

Το ΑΕΠ μας αυξήθηκε από το 2003 έως το 2009 κατά 51% περίπου, ενώ τα δημόσια έσοδα κατά 40%, οι δαπάνες κατά 62% και το έλλειμμα σχεδόν κατά 7 φορές. Η διαφορά της αύξησης των εσόδων, σε σχέση με την αύξηση του ΑΕΠ, είναι σε τέτοιο βαθμό «μη ισορροπημένη», επειδή η μεγέθυνση του ΑΕΠ προήλθε κυρίως από την προς τα πάνω «αναθεώρηση» των στοιχείων (παρά το ότι σήμαινε αυξημένες «εκροές» προς τα ταμεία της Ε.Ε., αφού προσδιορίζονται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) και όχι από «φυσιολογικές» προϋποθέσεις (ανάπτυξη).

Παραδόξως, το δημόσιο χρέος μας προβλέπεται να αυξηθεί κατά 42 δις € περίπου, όταν μας ανακοινώνεται έλλειμμα για το 2010, το οποίο δεν υπερβαίνει τα 20 δις € (18.467 €). Όμως, εάν προσθέσουμε το έλλειμμα του 2010 στο χρέος του 2009 (298.524 €), καταλήγουμε στα 316.991 εκ. € και όχι στα 340.680 εκ. €, τα οποία αναφέρει η κυβέρνηση στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Πρόκειται λοιπόν για μία ανησυχητική διαφορά, ύψους 23,7 δις €, η οποία μάλλον δεν θα περάσει απαρατήρητη από τις «αγορές». Για το 2011, η κυβέρνηση καταγράφει το δημόσιο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης στα 360.080 εκ. € - μία αύξηση δηλαδή κατά 20 δις € (έλλειμμα 2011 στα 17 δις € περίπου), στο 155,1% του ΑΕΠ.

Η ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ

Ανεξάρτητα τώρα από τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, θεωρούμε απαραίτητη μία μικρή αναφορά μας στη φοροδιαφυγή - την οποία επικαλούνται δυστυχώς όλες οι κυβερνήσεις, στις ατυχείς προσπάθειες τους να αιτιολογήσουν τις συνεχείς αποτυχίες τους. Σε σχέση λοιπόν με τη φοροδιαφυγή, με τη «βοήθεια» της οποίας οι κυβερνήσεις προσπαθούν πιθανότατα να «μετακυλήσουν» την ευθύνη στους Πολίτες, θεωρούμε ότι αποτελεί μία ακόμη «αυθαιρεσία». Αφενός μεν πρόκειται κυρίως για τους άμεσους φόρους (το 30% των συνολικών), αφετέρου δε τα «διαφυγόντα» αυτά έσοδα, «όφειλαν» πρώτα να εισπραχθούν και μετά να δαπανηθούν – σε καμία περίπτωση το αντίθετο. Για παράδειγμα, η Πολιτεία θα έπρεπε να κατασκευάζει δρόμους ή άλλα έργα, μετά την είσπραξη των εσόδων από την (όποια) πάταξη της φοροδιαφυγής και όχι πριν.

Εκτός αυτού, οι συντελεστές φόρων στην Ελλάδα είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Σε λίγες μόνο χώρες, όπως στις Σκανδιναβικές, οι άμεσοι φόροι είναι υψηλότεροι. Εκεί όμως στους φόρους συμπεριλαμβάνονται και οι ασφαλιστικές εισφορές, οι καταβολές για την υγεία, καθώς επίσης τα τέλη κυκλοφορίας. Αν υπολογισθούν και αυτά στην Ελλάδα, τότε το ποσοστό της άμεσης φορολογίας θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο – πόσο μάλλον όταν, οι υπηρεσίες εκ μέρους του δημοσίου, οι οποίες προσφέρονται στους Έλληνες φορολογουμένους, δεν έχουν απολύτως καμία σχέση, με αυτές των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών.

Συμπερασματικά λοιπόν, αφενός μεν έχει εξαντληθεί η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων, αφετέρου η συνεχώς μεγαλύτερη φορολόγηση οδηγεί με ασφάλεια σε μία κλιμακούμενη ύφεση η οποία, σε συνδυασμό με το φορολογικό πληθωρισμό ύψους 6% (ελάχιστα), με τα τοκογλυφικά επιτόκια (ύψους επίσης 6%), με τις μειωμένες ονομαστικές και πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων, με την τεράστια ανεργία, με το κλείσιμο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με την απελευθέρωση των αγορών μας (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ) στους ξένους, με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων προς όφελος των πολυεθνικών, καθώς επίσης με την ανυπαρξία αναπτυξιακών προγραμμάτων, θα καταστρέψει εντελώς την Ελλάδα.

Επομένως, η πιστή τήρηση του μνημονίου θα μας οδηγήσει χωρίς την παραμικρή αμφιβολία σε ένα σκόπιμα μονοδρομημένο αδιέξοδο, το οποίο οφείλουμε πάση θυσία να αποφύγουμε - πληρώνοντας αμέσως το ΔΝΤ, από το οποίο έχουμε λάβει 8 δις € μέχρι σήμερα και αναζητώντας νέους δρόμους.

Κλείνοντας, απορούσαμε πάντοτε, ενώ συνεχίζουμε να απορούμε, σχετικά με το πώς ακριβώς «συγκεκριμενοποιείται» το ύψος της παραοικονομίας στη χώρα μας – στο 30% τους ΑΕΠ, στα 100 δις € ή σε οτιδήποτε άλλο ακούγεται. Μέσω ποίων δεικτών ή μεθόδων αλήθεια ισχυριζόμαστε (η Τράπεζα της Ελλάδος, η κυβέρνηση μας, το ΔΝΤ κλπ) ότι γνωρίζουμε το ύψος της φοροδιαφυγής, καθώς επίσης ότι η «πάταξη» της θα λύσει ως δια μαγείας όλα μας τα προβλήματα;

ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ

Θεωρώντας, όπως θα τεκμηριώσουμε στη συνέχεια ότι, η ελαχιστοποίηση του δημοσίου χρέους αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα, θα εξετάσουμε συνοπτικά τις δυνατότητες μας, επιλέγοντας την, κατά την άποψη μας, καλύτερη δυνατή. Στα πλαίσια αυτά, ο Πίνακας V που ακολουθεί βοηθάει στην κατανόηση τους θέματος, για το οποίο αναζητούνται λύσεις:

Όπως φαίνεται, οι τόκοι του 2011 αντιστοιχούν σχεδόν στο σύνολο των ελλειμμάτων. Επομένως, ένας ενδεχόμενος μηδενισμός του χρέους, θα σήμαινε την ίδια στιγμή ανάλογο μηδενισμό των ελλειμμάτων και είσοδο της χώρας μας στην κερδοφορία. Το ενδεχόμενο αυτό και μόνο θα επέλυε «ως δια μαγείας» όλα τα υπόλοιπα προβλήματα της Οικονομίας μας - δανεισμός από τις αγορές, ανάπτυξη κλπ. Επομένως, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στο πρόβλημα του χρέους – αν και δεν θα έπρεπε να περιοριστούμε μόνο σε αυτό. Οι δυνατότητες τώρα «διαχείρισης» του χρέους μας είναι κυρίως οι εξής:

(α) Η ολοκληρωτική άρνηση χρέους: Η άρνηση αυτή έχει υπάρξει στο παρελθόν σε άλλες χώρες, αναφέρεται στην οικονομική βιβλιογραφία (A.Smith, D.Ricardo), «τιμωρείται» πολύ αυστηρά από το διεθνές κεφάλαιο («αιώνια» απαγόρευση πρόσβασης στις δυτικές αγορές) και έχει πάρα πολλές παρενέργειες. Η (νομική) αιτιολογία της μπορεί να είναι το ότι, τα χρήματα που έχει δανειστεί το κράτος, δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος του λαού. Σε κάθε περίπτωση, είναι μία λύση που δεν μπορεί κανείς να την παραβλέψει.

(β) Η διαγραφή μέρους του χρέους από τους δανειστές: Έχει επίσης λειτουργήσει στο παρελθόν, όπως για παράδειγμα στην Αργεντινή. Εν τούτοις, η συγκεκριμένη χώρα δεν παραχώρησε την εθνική της κυριαρχία, όπως η Ελλάδα με την υπογραφή του μνημονίου, εναντίον του οποίου δεν μπορεί να καταφύγει στα Ελληνικά δικαστήρια (!), αλλά σε αυτά του Λουξεμβούργου, με το αγγλικό Δίκαιο – το μοναδικό «Δίκαιο» στον κόσμο, το οποίο εξασφαλίζει αποκλειστικά και μόνο τους δανειστές, εις βάρος των οφειλετών. Κατά την άποψη μας, δεν αποτελεί την ιδανική λύση – ενώ δεν είναι σε καμία περίπτωση ριζική, εάν υποθέσουμε ότι είναι ακόμη εφικτή, μετά τις απίστευτες ενέργειες της κυβέρνησης μας, «ερήμην» της (δήθεν;) ανεξάρτητης Ελληνικής Δικαιοσύνης.

(γ) Ο μηδενισμός του χρέους, με τη δική μας συμμετοχή: Είναι ουσιαστικά ένας ωφελιμιστικά έντιμος τρίτος δρόμος, ο οποίος όμως απαιτεί πειθώ και μεγάλες διαπραγματευτικές ικανότητες από την κυβέρνηση που θα το επιχειρήσει – πόσο μάλλον πατριωτικά συναισθήματα, επιμονή, ήθος και επάρκεια. Στη λύση αυτή έχουμε αναφερθεί αναλυτικά σε ιδιαίτερο άρθρο μας («Ο μηδενισμός του χρέους»).

(δ) Η απλή «αναδιάρθρωση» του χρέους: Η επιμήκυνση δηλαδή του χρόνου πληρωμής των υποχρεώσεων μας, με χαμηλότερα επιτόκια. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ το ότι, μία μείωση του επιτοκίου δανεισμού μας κατά 1%, θα σήμαινε λιγότερη επιβάρυνση του προϋπολογισμού μας κατά 3,4 δις € ετήσια.

(ε) Η εθνικοποίηση του χρέους: Θεωρώντας πολύ πιο εφικτό το δανεισμό του κράτους μας εκ μέρους των Πολιτών του (σε σχέση με την εθελούσια παρακράτηση των καταθέσεων κλπ, έτσι όπως την αναλύσαμε στο άρθρο μας «Ο μηδενισμός του χρέους»), καθώς επίσης γνωρίζοντας ότι, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αντιμετωπίσθηκε με επιτυχία το χρέος από την Ιαπωνία, η έκδοση Εθνικών Ομολόγων με ελάχιστο επιτόκιο, καθώς επίσης η πώληση μέρους της δημόσιας περιουσίας σε Έλληνες, θα μπορούσε να λύσει ριζικά το πρόβλημα - χωρίς να απαιτηθεί η παραμικρή συμμετοχή ξένων. Σε κάθε περίπτωση, η αποδοχή αυτής της λύσης εκ μέρους των Ελλήνων είναι κατά πολύ πιο συνετή, από την ήδη επιχειρούμενη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας τους στο δημόσιο, μέσω των φόρων - ακόμη και αν χρειαστεί να πουλήσουν μέρος της ακίνητης περιουσίας τους, για την αγορά των εθνικών ομολόγων.

Προφανώς είναι δυνατόν να υπάρξουν και άλλες λύσεις, ο οποίες να αποτελούνται από επιλεκτικούς «συνδυασμούς» των παραπάνω ή άλλων δυνατοτήτων. Κατά την άποψη μας όμως ο προτιμότερος συνδυασμός θα ήταν

(α) η «εθνικοποίηση» ενός μέρους του χρέους – για παράδειγμα, η σταδιακή έκδοση 30ετών εθνικών ομολόγων, συνολικού ύψους 150 δις €, με επιτόκιο 1%, με την ταυτόχρονη

(β) «αναδιάρθρωση» (αναδιαπραγμάτευση) του υπολοίπου – για παράδειγμα, με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των υποθετικά 190 δις € που θα απέμεναν, σε 30 έτη, με επιτόκιο επίσης 1% (είτε από τους υφιστάμενους κατόχους των ομολόγων μας, είτε από νέους δανειστές – Κίνα, Ιαπωνία, Ρωσία κλπ – με χαμηλό επιτόκιο και εξόφληση των προηγουμένων).

Στην περίπτωση αυτή, το κόστος για την Ελληνική οικονομία θα ήταν περίπου 3,4 δις € ετήσιοι τόκοι, συν 6,33 δις € χρεολύσια (δόσεις) για τους ξένους δανειστές μας – συνολικά λοιπόν περίπου 10 δις €, εκ των οποίων μόνο τα 3,4 δις € θα επιβάρυναν τον προϋπολογισμό μας. Στην περίπτωση δε που δεν θα μας δανείζουν πλέον οι «αγορές» (μάλλον θα έπρεπε να το ευχόμαστε, παρά να το φοβόμαστε, αν και η «δύση» δεν είναι πια μονόδρομος), τα δημόσια έσοδα (ύψους περί τα 50 δις € ετήσια) καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες της Οικονομίας μας (συντάξεις, λειτουργικό κόστος κλπ) – πόσο μάλλον όταν οι δημόσιες δαπάνες, οι οποίες μπορεί και πρέπει να περιορισθούν, είναι τουλάχιστον της τάξης των 10-15 δις €.

Θεωρούμε λοιπόν ότι μία τέτοια λύση θα μπορούσε να «επιβληθεί» τόσο στους Έλληνες Πολίτες, όσο και στους ξένους τοκογλύφους, από μία ικανή φυσικά κυβέρνηση, αφού είναι κατά πολύ πιο συμφέρουσα από οποιαδήποτε άλλη. Για τους Έλληνες Πολίτες είναι προτιμότερη από τη χρεοκοπία ή τη μεταβίβαση (μέσω των φόρων) της περιουσίας τους στους ξένους (παράλληλα με την ύφεση, την ανεργία κλπ), ενώ για τους ξένους δανειστές είναι καλύτερη από τη διαγραφή μέρους του χρέους, η οποία θα ακολουθήσει αργά ή γρήγορα (την υπολογίζουμε τουλάχιστον στο 40%) – πόσο μάλλον από την άρνηση του χρέους, στην οποία ίσως αναγκαστούμε θα καταφύγουμε (ειδικά εάν δεν εξοφλήσει η Γερμανία τα χρέη της απέναντι μας, τα οποία αποφεύγει να πληρώσει - βραβεύοντας ακόμη και τον Πρωθυπουργό μας, προφανώς για την παράδοξη απροθυμία του να τα απαιτήσει).

ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΧΡΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ

Στην περίπτωση τώρα που θα αργήσουμε να πάρουμε τις σωστές αποφάσεις, τότε η μοναδική λύση που θα μας απομείνει, δεν θα είναι άλλη από τη διαγραφή ενός πολύ μεγάλου μέρους των χρεών μας (ευθέως ανάλογου του χρόνου αργοπορίας μας), παράλληλα με την αναδιάρθρωση των υπολοίπων. Προφανώς δεν θεωρούμε λύση την υποδούλωση μας, έτσι όπως τη φαντάζεται το ΔΝΤ, η Γερμανία, ο συνδυασμός τους ή ο οποιοσδήποτε άλλος (Κίνα κλπ).

Αναλυτικότερα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει (Η τελική, αντίστροφη μέτρηση), η χώρα μας δεν έχει ανάγκη από χρήματα – αντίθετα, πρέπει να πάψει αμέσως να δανείζεται από τους εχθρούς της (Γερμανία, ΔΝΤ), ζητώντας ταυτόχρονα από τους «φίλους» και συμμάχους της, από τους «μη εχθρούς» της καλύτερα, να ανοίξουν τις αγορές τους στα κύρια προϊόντα της (τουρισμός, πολιτισμός, γεωργία και ναυτιλία). Παράλληλα, οφείλει να απαιτήσει πλέον μία «γενναία» (40-50%) διαγραφή των δημοσίων χρεών της (default), αφού το μεγαλύτερο μέρος τους έχει ήδη αποσβεσθεί από τους οφειλέτες της.

Ας μην ξεχνάμε πως οι σημερινοί ιδιοκτήτες των ελληνικών ομολόγων τα έχουν αποκτήσει με έκπτωση/discount έως και 30% - οπότε έχουν ήδη χάσει οι προηγούμενοι διαχρονικά ανάλογα ποσά, ενώ οι καινούργιοι απλά κερδοσκοπούν, αναλαμβάνοντας (και ασφαλίζοντας) το ρίσκο της «διαγραφής». Συμπληρωματικά οφείλουμε να τονίσουμε εδώ το ότι, οι αγοραστές ομολόγων, όπως επίσης αυτοί των λοιπών χρηματοπιστωτικών προϊόντων (μετοχές κλπ), επενδύουν με στόχο το κέρδος - αποδεχόμενοι φυσικά το ρίσκο. Θα ήταν λοιπόν εντελώς άδικο να εξαθλιωθεί ένας ολόκληρος λαός και να καταστραφεί η ΕΕ, για χάρη κάποιων ελάχιστων κερδοσκόπων.

Στη συνέχεια, η Ελλάδα οφείλει να επαναδιαπραγματευθεί τη χρονική διάρκεια σταθερής αποπληρωμής των υπολοίπων χρεών της (τοκοχρεολύσια για 30-40 έτη), με επιτόκιο που δεν θα υπερβαίνει το 1% - ενδεχομένως με κυμαινόμενο, το οποίο θα είναι ανάλογο του ρυθμού ανάπτυξης της. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν επιτύχει μία τέτοια εύλογη συμφωνία, οφείλει να εθνικοποιήσει το εναπομένων χρέος, με την έκδοση εθνικών ομολόγων (είτε υποχρεωτικών, δια μέσου ακόμη και της δέσμευσης καταθέσεων, είτε προαιρετικών).

Παράλληλα, οφείλει να δημιουργήσει ένα σταθερό, απλό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων της (άνοιγμα και ιδίως κλείσιμο), έτσι ώστε να προέλθει η ανάπτυξη από τις μικρομεσαίες εταιρίες της, να μειώσει άμεσα τους υπέρογκους φόρους, να προσφέρει αναπτυξιακά κίνητρα στους Έλληνες (και όχι στους ξένους), να σταματήσει να υποτάσσεται στις διαταγές του Καρτέλ (διατήρηση των ζημιογόνων τραπεζών, άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, «άτακτη» απελευθέρωση των αγορών κλπ) και να εξορθολογήσει τη λειτουργία των κοινωφελών επιχειρήσεων της (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ).

Επίσης, να αυξήσει την παραγωγικότητα των εργαζομένων της, με κεντρικό στόχο την αύξηση των εξαγωγών (αντί να μειώνει «υφεσιακά» τους μισθούς, θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αυξήσει τις ώρες εργασίας), και να «αναδιαρθρώσει» αποτελεσματικά το δημόσιο τομέα της, κυρίως μέσω της σωστής στελέχωσης του με «επαρκείς» εργαζομένους - αλλά και της καθιέρωσης του διαφανούς (διαδίκτυο) διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, παράλληλα με τους ετήσιους Ισολογισμούς, τόσο του ίδιου του Κράτους, όσο και των δημοσίων/δημοτικών «αρχών».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ολοκληρώνοντας, η μη εκμετάλλευση των τεράστιων πλεονεκτημάτων που μας προσέφερε γενναιόδωρα η σημερινή κρίση, θα ήταν ένα πραγματικό έγκλημα – αν όχι «ηχηρή» προδοσία, εις βάρος της πατρίδας μας. Σε κάθε περίπτωση, τα συμφέροντα μας (Ελλάδα), είναι εντελώς αντίθετα από τα συμφέροντα των «εχθρών» μας (Γερμανία, ΔΝΤ, Καρτέλ).

Εμάς μας ενδιαφέρει το δημόσιο χρέος, αφού μόνο εάν περιορισθεί δραστικά, με παράλληλη ελαχιστοποίηση των επιτοκίων, θα διατηρήσουμε την περιουσία μας, το βιοτικό μας επίπεδο, τις θέσεις εργασίας μας, τις επιχειρήσεις μας, την ποιότητα της ζωής μας και όλα τα παιδιά μας υγιή στην πατρίδα τους – αφού τότε μόνο θα αναπτυχθεί η οικονομία μας (όλα τα υπόλοιπα είναι «εκ του πονηρού»). Απλά και μόνο η ριζική μείωση των υπέρογκων τόκων (16 δις € προσεχώς), σε συνδυασμό με την ανάπτυξη, θα «εξαφανίσει» τα ελλείμματα.

Οι εχθροί μας ενδιαφέρονται για το έλλειμμα, αφού μόνο εάν περιορισθεί, θα εισπράττουν με ασφάλεια συνεχώς αυξανόμενους τόκους διατηρώντας μας στον «ορό», θα πουλούν πανάκριβα τα όπλα τους, θα εξάγουν με κέρδος τα προϊόντα τους και θα κατασκευάζουν υπερτιμημένα έργα στη χώρα μας, διαφθείροντας ως συνήθως τους πολιτικούς μας.

Φυσικά μας ενδιαφέρουν και εμάς τα ελλείμματα - πόσο μάλλον όταν οφείλονται στο «κομματικό» κράτος και όχι στο «κοινωνικό», το οποίο δυστυχώς καλείται να τα μηδενίσει (τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς). Υπάρχουν όμως αρκετές «ορθολογικές» λύσεις για την καταπολέμηση τους, επί πλέον της μείωσης των τόκων και της ανάπτυξης, όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν (άρθρο μας).

Εν τούτοις, εάν προηγουμένως δεν επιλυθεί ριζικά το πρόβλημα του χρέους (μηδενισμός), δεν πρόκειται να υπάρξει «ελεύθερο» μέλλον για τη χώρα μας. Μεταφορικά, είναι σαν να προσθέτει κανείς νερό σε έναν σκοτεινό «λάκκο» χωρίς πυθμένα, ή σαν να προσπαθεί να κάνει οικονομία στο ηλεκτρικό ρεύμα, όταν η τράπεζα απειλεί με πλειστηριασμό το υπερχρεωμένο σπίτι του. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους «εχθρούς» μας, τους οποίους δυστυχώς εμείς (το κομματικό κράτος) προκαλέσαμε/προσκαλέσαμε, θεωρώντας ότι οι αγνοί «λύκοι» θα λύσουν τα προβλήματα του διεφθαρμένου «κοπαδιού προβάτων» (ο οργανισμός «διεθνής διαφάνεια», ο οποίος έχει έδρα την «πατρίδα» της Siemens, έτσι όπως τον περιγράψαμε στο άρθρο μας «Διεθνής Διαφθορά ΑΕ», τεκμηριώνει απόλυτα τη θέση μας).

Επομένως, μόνο εκείνη η κυβέρνηση, η οποία θα μπορέσει να μας υποσχεθεί ότι θα αγωνισθεί για το μηδενισμό του δημοσίου χρέους, καθώς επίσης για το άνοιγμα νέων αγορών για τα προϊόντα μας (Κίνα, Ρωσία κλπ), αξίζει την ψήφο μας – σε καμία περίπτωση αυτή που θα μας μιλάει για περιορισμό των ελλειμμάτων, με φόρους και θυσίες προς όφελος των δανειστών μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: